ἀπο(ρ)ρίπτω

ἀπο(ρ)ρίπτω
ἀπο(ρ)ρίπτω fut. ἀπορρίψω LXX; 1 aor. ἀπέριψα (v.l. ἀπέρριψα Ac 27:43; W-S §5, 26b, B-D-F §11, 1). Pass.: 2 aor. ἀπερίφην Hv 3, 5, 5; 3, 6, 1; fut. ἀπορριφήσομαι LXX; pf. ἀπέρριμμαι LXX (s. ῥίπτω; Hom. et al.; pap, LXX; OdeSol 11:10; Test12Patr; JosAs; Philo, Ebr. 7; Joseph.; Just.; Tat. 20, 1).
cause quick downward movement or separation away from a point or location, throw away in rejection (Jon 2:4) pass. ἀπὸ τοῦ πύργου Hs 9, 23, 3; cp. v 3, 5, 5; 3, 6, 1.
to cause a sudden or forcible separation, drive/scare away, fig. ext. of 1 (Aeschyl. et al.; Himerius, Or. [Ecl.] 36, 1 τινὰ εἴς τι) μὴ ἀπορίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου do not drive me away fr. your presence 1 Cl 18:11 (Ps 50:13; gener. freq. in LXX; Jos., Bell. 1, 624 ἀ. ἀπό=drive away from.—ἀ.=reject, of God, in Celsus 3, 71.—Procop. Soph., Ep. 77 ἀπερριμμένοι=rejected ones; 94). μέριμναν ἀπορίψαντες casting care 1 Pt 5:7 P72. ἀ. ἀφʼ ἑαυτῶν πᾶσαν ἀδικίαν casting away fr. ourselves all unrighteousness 1 Cl 35:5 (cp. Ezk 18:31; 20:7f; SibOr 1, 338 ἀ. ἐκ κραδίης κακίας; of the casting off of a garment Jos., Bell. 1, 197, Ant. 6, 113; OdeSol 11:10; 1 Tat. 20:1).
propel oneself downward intr. (Lucian, Ver. Hist. 1, 30; Chariton 3, 5, 6; s. Moulton, ClR 20, 1906, 216) throw oneself down, jump Ac 27:43 (s. B-D-F §308; Rob. 797).—M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐναπέρριπτον — ἐναπέρρῑπτον , ἐν , ἀπό , ἐν ῥίπτω throw imperf ind act 3rd pl (ionic) ἐναπέρρῑπτον , ἐν , ἀπό , ἐν ῥίπτω throw imperf ind act 1st sg (ionic) ἐναπέρρῑπτον , ἐν ἀπορρίπτω throw away imperf ind act 3rd pl ἐναπέρρῑπτον , ἐν ἀπορρίπτω throw away… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαπερρίφησαν — προσαπερρί̱φησαν , πρός , ἀπό , ἐν ῥίπτω throw aor ind pass 3rd pl (ionic) προσαπερρί̱φησαν , πρόσ ἀπορρίπτω throw away aor ind pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπερρίφησαν — συναπερρί̱φησαν , σύν , ἀπό , ἐν ῥίπτω throw aor ind pass 3rd pl (ionic) συναπερρί̱φησαν , σύν ἀπορρίπτω throw away aor ind pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερρίψας — ἀπερρί̱ψᾱς , ἀπό , ἐν ῥίπτω throw aor part act masc nom/voc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναπερρίπτετο — ἐναπερρί̱πτετο , ἐν , ἀπό , ἐν ῥίπτω throw imperf ind mp 3rd sg (ionic) ἐναπερρί̱πτετο , ἐν ἀπορρίπτω throw away imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναπερρίπτοντο — ἐναπερρί̱πτοντο , ἐν , ἀπό , ἐν ῥίπτω throw imperf ind mp 3rd pl (ionic) ἐναπερρί̱πτοντο , ἐν ἀπορρίπτω throw away imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναπέρριψαν — ἐναπέρρῑψαν , ἐν , ἀπό , ἐν ῥίπτω throw aor ind act 3rd pl (ionic) ἐναπέρρῑψαν , ἐν ἀπορρίπτω throw away aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • μεριά — και μερέα και μερά, η (Μ μερέα και μερεά και μεριά και μερία και μερά) 1. τόπος, θέση, μέρος («κάτσε επιτέλους σε μια μεριά») 2. τοποθεσία, τοπική περιοχή («η ανατολική μεριά τού δάσους») 3. κατεύθυνση 4. πλευρά, όψη, καθεμιά από τις πλευρές ή… …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”